- κατεγνυπωμένως
- κατεγνυπωμένως (Α)επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)-* + *-γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖνἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοιἐκτεταμένοι, δειλοί].
Dictionary of Greek. 2013.