κατεγνυπωμένως

κατεγνυπωμένως
κατεγνυπωμένως (Α)
επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα-γνυ-πῶ / -όω < κατ(α)-* + *-γνυπῶ < θ. γνυ-, συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν
ἀσθενεῖν, μαλακίζεσθαι και γνύπετοι
ἐκτεταμένοι, δειλοί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταγνυπούμαι — καταγνυποῡμαι, όομαι (Α) 1. είμαι ασθενής, είμαι άτονος 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) κατεγνυπωμένως με οκνηρία, τεμπέλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνυποῦμαι (< γνύπων «εξασθενημένος» < γόνυ «γόνατο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”